- στάλλα
- ἡ, Α(αιολ. και θεσσ. τ.) βλ. στήλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
stel-3 — stel 3 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘stellen, aufstellen; stehend, unbeweglich, steif; Ständer, Pfosten, stem, Stiel” Material: O.Ind. sthála m, sthalī “elevation, Anhöhe, Festland”, sthálü… … Proto-Indo-European etymological dictionary